-
1 συλλοχιζω
1) сводить, соединять(εἰς ἓν τάγμα Plut.)
2) разбивать, распределять(τέν δύναμιν εἰς ἑκατοστύας Plut.)
3) выстраивать(τοὺς Ἀχαιοὺς κατὰ φῦλα Plut.)
1 συλλοχιζω
(εἰς ἓν τάγμα Plut.)
(τέν δύναμιν εἰς ἑκατοστύας Plut.)
(τοὺς Ἀχαιοὺς κατὰ φῦλα Plut.)